ἐκπλύνοντες

ἐκπλύνοντες
ἐκπλύ̱νοντες , ἐκπλύνω
wash out
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαυριασμός — μαυριασμός, ὁ (Μ) [μαυριάζω] μαυρίλα («ἀπὸ τοῡ ἐργαστηρίου τοῡ χαλκέως ἐξερχόμενοι καὶ τὴν μούντζην τοῡ μαυριασμοῡ ἀπὸ τοῡ προσώπου ἐκπλύνοντες», Νικήτ. Χων.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”